- μηνύσαντα
- сообщившего
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μηνύσαντα — μηνύ̱σαντα , μηνύω disclose what is secret aor part act neut nom/voc/acc pl μηνύ̱σαντα , μηνύω disclose what is secret aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)